οἰκείους

οἰκείους
οἰκεί̱ους , οἰκεῖος
in
masc acc pl
οἰκεί̱ους , οἰκεῖος
in
masc/fem acc pl
οἰκειόω
make
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Epistula ad Carpianum — Der Epistula ad Carpianum (Brief an Carpian) ist die traditionelle Bezeichnung eines Briefes, den Eusebius an einen Christen namens Carpianus geschrieben hat und der mitunter im Kanon der Evangelien auftaucht. In diesem Text erklärt Eusebius sein …   Deutsch Wikipedia

  • CARYA — I. CARYA apud Servium ad Eclog. 8. filia fuit Dionis Laconiae Regis et Iphitheae, quae a Libero amata, in monte Taygeto, in arborem sui nominis mutata fingitur, cum arctius a sororibns suis custodiretur. Ita enim is, Caryam vero, quam amaverat,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έτης — ἔτης, ὁ (Α) I. στον πληθ. oἱ ἔται 1. οικείοι, συγγενείς, δικοί, τα μέλη μεγάλης οικογένειας («ἀμύνων σοῑσιν ἔτῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. συνέστιοι φίλοι (αλλά συνδυάζεται και με άλλες λέξεις που δηλώνουν συγγένεια) (α. «παῑδές τε κασίγνητοί τε ἔται τε»,… …   Dictionary of Greek

  • διπλωματία — Με τον όρο δ. εννοείται το σύνολο των κανόνων, μέσων και συνηθειών που χρησιμοποιούν τα κράτη για να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Υπό ευρεία έννοια, η δ. χαρακτηρίζει τη γραφειοκρατική οργάνωση που ελέγχει και ερμηνεύει αυτούς τους κανόνες… …   Dictionary of Greek

  • κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β …   Dictionary of Greek

  • μαγαρισιά — η (Μ μαγαρισιά) 1. μόλυνση, ρύπανση, μαγάρισμα 2. ρύπος, κόπρος, ακαθαρσία, αποπάτημα 3. μιαρότητα, αμαρτία νεοελλ. μτφ. κλοπή αντικειμένων τού σπιτιού από ξένους ή οικείους την οποία διαισθάνεται κάποιος ότι έγινε επειδή συμβαίνουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • μισοΐδιος — μισοΐδιος, ον (Α) αυτός που μισεί τους οικείους του, τους συγγενείς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἴδιοι «συγγενείς»] …   Dictionary of Greek

  • μισοίκειος — μισοίκειος, ον (Α) αυτός που μισεί τους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ οίκειος)] …   Dictionary of Greek

  • οικειογράφος — οἰκειογράφος ὁ, ἡ (Μ) αυτός που γράφει τα δικά του ζητήματα ή τα ζητήματα που αφορούν τους οικείους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + γράφος (< γράφω)] …   Dictionary of Greek

  • ομόφωνος — η, ο (ΑΜ ὁμόφωνος, ον) 1. αυτός που μιλά την ίδια γλώσσα με άλλον, ομόγλωσσος («τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῑον καὶ ὁμοφώνους τοῑς Λακεδαιμονίοις», Θουκ.) 2. μουσ. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο μουσικό τόνο με άλλον νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”